- συνεκπίνω
- Απίνω μέχρι τέλους, αδειάζω κάτι μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκπίνω «πίνω μέχρι τέλους, αδειάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεξέπιον — συνεκπίνω drink off together aor ind act 3rd pl συνεκπίνω drink off together aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκπιεῖν — συνεκπίνω drink off together aor inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξέπιε — συνεκπίνω drink off together aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… … Dictionary of Greek